Ιστορικό

Ο κινηματογράφος και δη ο ελληνικός αποτελεί μία πολυδιάστατη έννοια και πραγματικότητα.

Αρχικά αντιμετωπίστηκε από το κράτος ως «βιομηχανικό προϊόν». Οι αρμοδιότητες για την προστασία και την ενίσχυσή του ανήκαν στο Υπουργείο Βιομηχανίας, το οποίο είχε καθιερώσει ήδη από το 1961 με ειδικό νόμο ορισμένα κίνητρα για την ανάπτυξη της υποδομής του. Εκείνη την περίοδο, ο κινηματογράφος αποτελούσε το βασικό μέσο ψυχαγωγίας του ευρύτερου κοινού. Η ετήσια παραγωγή ήταν υψηλή και οι ταινίες, κατά πλειοψηφία, κάλυπταν το κόστος παραγωγής τους από τα εισιτήρια των θεατών.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, όμως, άρχισαν να εμφανίζονται στον χώρο του ελληνικού κινηματογράφου τα συμπτώματα μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης εξ αιτίας κυρίως της έλευσης της τηλεόρασης στην Ελλάδα. Η κρίση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη δραματική μείωση των εισιτηρίων, το κλείσιμο πολλών κινηματογραφικών αιθουσών, το πάγωμα των επενδύσεων, την αδυναμία απόσβεσης του κόστους παραγωγής των ταινιών και, σταδιακά, την αποδιάρθρωση της οικονομικής υποδομής του ελληνικού κινηματογράφου. Είχε γίνει πλέον φανερό ότι ο ελληνικός κινηματογράφος δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την κρατική παρέμβαση και την καθιέρωση ουσιαστικών μέτρων από την πλευρά της Πολιτείας.

Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ως νομικό πρόσωπο, προϋπήρχε της κρίσης, αλλά με άλλη επωνυμία. Είχε ιδρυθεί το 1970 με την επωνυμία «Γενική Κινηματογραφικών Επιχειρήσεων», ως θυγατρική εταιρεία παραγωγής ταινιών μιας κρατικής τράπεζας, της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ), στο πλαίσιο της τότε κρατούσας αντίληψης για τη βιομηχανική «διάσταση» του κινηματογράφου, η οποία κατά την περίοδο της δικτατορίας παρουσίασε περιορισμένο κύκλο δραστηριοτήτων.

Μετά τη μεταπολίτευση, την Προεδρία του φορέα ανέλαβε ο καταξιωμένος συγγραφέας και σκηνοθέτης Γιώργος Τζαβέλλας, ο οποίος, πραγματοποιώντας ανοίγματα και σε νεώτερους δημιουργούς, προχώρησε στην παραγωγή μίας σειράς φιλόδοξων ταινιών με αποκλειστική χρηματοδότηση του Οργανισμού που –επί των ημερών του– μετονομάστηκε σε Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (στο εξής ΕΚΚ).

Το 1980, ύστερα από πίεση των ανθρώπων του κινηματογράφου προς την τότε κυβέρνηση, οι αρμοδιότητες για τον κινηματογράφο μεταβιβάζονται από το Υπουργείο Βιομηχανίας στο Υπουργείο Πολιτισμού. Η αλλαγή αυτή καταδεικνύει μια νέα αντίληψη της Πολιτείας, η οποία υιοθετεί στο εξής ως πιο σημαντική την πολιτιστική διάσταση του κινηματογραφικού έργου έναντι της οικονομικής σημασίας του κινηματογραφικού προϊόντος. Επί υπουργίας Ανδρέα Ανδριανόπουλου, το κράτος πραγματοποιεί τις πρώτες χρηματοδοτήσεις προς το ΕΚΚ, ενώ την Προεδρία του Κέντρου αναλαμβάνει ο δημοσιογράφος Βάσος Βασιλείου, πρώην Υφυπουργός Πολιτισμού στην πρώτη μεταδικτατορική κυβέρνηση, ο οποίος αρχίζει να προσανατολίζει τον Οργανισμό σύμφωνα με τις νέες αντιλήψεις για την αποστολή του.

Το 1981, ύστερα από την κυβερνητική αλλαγή, αναλαμβάνει το Υπουργείο Πολιτισμού ένας άνθρωπος του κινηματογράφου, η Μελίνα Μερκούρη, η οποία θέτει ως προτεραιότητα της πολιτικής της τη στήριξη του ελληνικού κινηματογράφου. Το ίδιο έτος, ορίζει Πρόεδρο του ΕΚΚ τον διακεκριμένο συγγραφέα και κριτικό Παύλο Ζάννα, ενώ το 1982 καταρτίζει και υποστηρίζει με πάθος το νομοσχέδιο «για την προστασία και την ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης της ελληνικής κινηματογραφίας», το οποίο, τελικά, γίνεται νόμος του κράτους το 1986. Με τον νόμο αυτόν (Ν.1597/86) ο οποίος ρυθμίζει τη δομή, τις αρμοδιότητες και τη λειτουργία του, το ΕΚΚ διατηρεί τη μορφή της ανώνυμης εταιρείας αλλά περιέρχεται εξ ολοκλήρου στο κράτος και γίνεται ο κυριότερος μοχλός άσκησης της κινηματογραφικής πολιτικής.

Η κρίση του ελληνικού κινηματογράφου που έχει εκδηλωθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 (για να κορυφωθεί περί το 1985), αλλά και η υπολειτουργία ορισμένων αναπτυξιακών «εργαλείων» που προέβλεπε ο Νόμος 1597/86 λόγω της έλλειψης επαρκών πόρων, κατέστησαν το ΕΚΚ –για αρκετά χρόνια– μοναδικό χρηματοδότη της εγχώριας παραγωγής, με περιορισμένο τον ρυθμιστικό του ρόλο. Παρ’ όλα αυτά, το ΕΚΚ κατάφερε να ανταπεξέλθει στις δύσκολες αυτές συνθήκες και να συμβάλει καθοριστικά στην επιβίωση του ελληνικού κινηματογράφου, στηρίζοντας τη διανομή της ελληνικής ταινίας στις αίθουσες, συγχρηματοδοτώντας τα ελληνικά κινηματογραφικά φεστιβάλ και δίνοντας το παρόν στις κινηματογραφικές αγορές. Υπό τις συνθήκες αυτές, διατήρησε επί πλέον ως στόχο τη διεθνή αναγνώριση της ελληνικής ταινίας.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, παρατηρείται μια σταδιακή βελτίωση των συνθηκών. Όπως αναφέρεται σε έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών που έγινε το 2000: «Η εγχώρια παραγωγή κάνει τα πρώτα συστηματικά ανοίγματά της στην Ευρώπη και στη διεθνή συμπαραγωγή, ενώ εμφανίζεται ολοένα και ισχυρότερος ο θεσμός του ιδιώτη παραγωγού. Από τις αρχές του 1990, δημιουργούνται οι δημοτικοί κινηματογράφοι που ξεπερνούν τους 80 σε όλη τη χώρα και κινηματογραφικά δίκτυα, εγχώρια και διεθνή, κάνουν την εμφάνισή τους, με σκοπό την στήριξη της ελληνικής και της ευρωπαϊκής παραγωγής. Οι κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας ανακαινίζονται και εξοπλίζονται με τα πλέον εξελιγμένα συστήματα ήχου και εικόνας, ενώ συγχρόνως νέες αίθουσες κατασκευάζονται στο κέντρο και την περιφέρεια. Το ευρωπαϊκό και αμερικάνικο φαινόμενο των πολυκινηματογράφων (Cineplex) κάνει την εμφάνισή του και στην Ελλάδα».

Το ΕΚΚ προσανατολίζεται στο νέο «τοπίο» που τείνει να δημιουργηθεί και το οποίο, μολονότι δεν εγγυάται τη ριζική θεραπεία των αιτίων της κρίσης, δημιουργεί δράση και αισιοδοξία. Με την καθιέρωση του Προγράμματος «Νέα Ματιά» που απευθυνόταν αποκλειστικά στους νέους κινηματογραφικούς δημιουργούς και με την εκπόνηση, έγκριση και εφαρμογή του νέου Κανονισμού Χρηματοδοτικών Προγραμμάτων του, τον Ιούλιο του 1996, διευρύνει τους στόχους της πολιτικής του. Επίσης, καθιερώνει νέο σύστημα χρηματοδοτήσεων και θέτει τη συνολική διαδικασία παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών σε νέες βάσεις με τη διατύπωση ενός ευρύτερου πλαισίου αρχών και κανόνων μέσα στο οποίο κινείται η παραγωγή ελληνικών ταινιών έως και σήμερα.

Μετά την ψήφιση, επί Υπουργίας Ευάγγελου Βενιζέλου, του Ν. 2557/97 που προέβλεπε τη δημοσίευση Προεδρικού Διατάγματος για την τροποποίηση του Καταστατικού του ΕΚΚ, η θεσμική αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του Κέντρου υπήρξε γεγονός αναμενόμενο. Η πρόθεση του Υπουργείου Πολιτισμού γι’ αυτή τη νομοθετική παρέμβαση ήταν γνωστή ήδη από το καλοκαίρι του 1997 με καταληκτική πράξη το Προεδρικό Διάταγμα 113/98 «Καταστατικό του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου» –ένα νομοθετικό κείμενο που υπήρξε αποτέλεσμα του γενικού αιτήματος για θεσμικές αλλαγές στον χώρο του κινηματογράφου. Στα χρόνια που ακολούθησαν, έγινε συστηματική προσπάθεια εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων που έδινε αυτό το Διάταγμα, μέσα σε ένα κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας που προκαλούσαν η συνεχιζόμενη επιστροφή των θεατών στις αίθουσες, η ελπιδοφόρα εμφάνιση νέων δημιουργών στο προσκήνιο, η ενεργοποίηση αρκετών νέων αλλά και παλαιότερων επαγγελματιών παραγωγών, η σταθερή χρηματοδότηση ελληνικών ταινιών από τη δημόσια τηλεόραση και η περιστασιακή από κάποιους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και, τέλος, η καθιέρωση κοινής «γραμμής» από τις εταιρείες διανομής.

Κατά την περίοδο που ακολουθεί, το ΕΚΚ εγκαινιάζει μια πολιτική που αναζητεί νέα ισορροπία ανάμεσα στη δημιουργική και την αναπτυξιακή διάσταση του ελληνικού σινεμά. Προτείνει κίνητρα για τη διεύρυνση της ιδιωτικής συμμετοχής στην παραγωγή, εγκαινιάζει μια σταθερή συνεργασία με τη δημόσια τηλεόραση με αντικείμενο τη συγχρηματοδότηση της παραγωγής ταινιών μυθοπλασίας νέων δημιουργών και ντοκιμαντέρ, θεσπίζει νέο Κανονισμό χρηματοδοτήσεων που περιλαμβάνει οκτώ (8) Προγράμματα, ενώ πρωτοστατεί στη δημιουργία δικτύου συνεργασίας των Κέντρων Κινηματογράφου των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Υπό την Προεδρία, διαδοχικά, του Παύλου Ζάννα (έως το 1986), των σκηνοθετών Μάνου Ζαχαρία (1986-1989), Ερρίκου Ανδρέου (1989-1991), Κώστα Βρεττάκου (1991-1998), Μάνου Ευστρατιάδη (1998-2001), Διαγόρα Χρονόπουλου (2001-2005), Θανάση Βαλτινού (2005-2006), Γιώργου Παπαλιού (2006 – 2013), Τώνη Λυκουρέση (2013 – 2014), του συγγραφέα – σεναριογράφου Πέτρου Μάρκαρη (2014 – 2015), του διευθυντή φωτογραφίας Αλέξη Γρίβα (2015 -2016), του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Ιωάννη Λεοντάρη (2016 – 2017) και του Δημήτρη Παπαϊωάννου (2017 έως σήμερα), το ΕΚΚ συνεχίζει τις προσπάθειες για την ανάπτυξη της παραγωγής και την προώθηση της ελληνικής ταινίας, επιδιώκοντας τη συμπόρευση των ελληνικών κινηματογραφικών «πραγμάτων» με τα αντίστοιχα διεθνή ισχύοντα.

Σήμερα, το ΕΚΚ λειτουργεί βάσει του Ν. 3905/2010 (ΦΕΚ 219/Α/23-12-2010), ο οποίος αφορά σε «Ενίσχυση και ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης και άλλες διατάξεις», με νέα νομική μορφή, ως κοινωφελές μη κερδοσκοπικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου το οποίο εποπτεύεται από τον Υπουργό Πολιτισμού (αντί της πρότερης μορφής του ως ανωνύμου εταιρείας, που λειτουργούσε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16-26 του Ν. 1597/1986 – ΦΕΚ 68 Α΄ και το Π.Δ. 113/1998 – ΦΕΚ 113 Α΄).

Ο νέος νόμος N. 3905/2010 καθορίζει τις αρχές της εθνικής πολιτικής στον τομέα του κινηματογράφου και θέτει ένα νέο θεσμικό πλαίσιο εν όψει των εξελίξεων που έχουν συντελεστεί στον οπτικοακουστικό τομέα τα τελευταία 15 χρόνια. Κύριο στόχο του αποτελεί η ουσιαστική ανάπτυξη του Κινηματογράφου στην Ελλάδα, με αύξηση των οικονομικών ποσών που διατίθενται για την παραγωγή κινηματογραφικών έργων, αξιοποίηση πόρων, ανακατανομή κονδυλίων, διαφάνεια και λογοδοσία των Οργανισμών, καθώς και αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, συμμετοχή παρόχων υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων και τηλεπικοινωνιών, αλλά και προσέλκυση ξένων παραγωγών.

Βασική καινοτομία του νέου Νόμου είναι και ο διορισμός Γενικού Διευθυντή στο ΕΚΚ, ο οποίος μαζί με το επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο, αποτελούν τα όργανα Διοίκησης του ΕΚΚ. Βάσει του νόμου αυτού, πρώτος Γενικός Διευθυντής στο ΕΚΚ διορίζεται ο σκηνοθέτης κ. Γρηγόρης Καραντινάκης (2011 – 2015, 2015 – 2016) και εν συνεχεία η Μοντέζ – Θεωρητικός Κινηματογράφου, κα. Ηλέκτρα Βενάκη (2016 – 2017).

Επί πλέον, από τον Φεβρουάριο του 2013 τέθηκε σε ισχύ ο σημερινός Κανονισμός Χρηματοδοτικών Προγραμμάτων του ΕΚΚ, εξέλιξη του προηγούμενου. Ο νέος Κανονισμός περιλαμβάνει δέκα (10) Χρηματοδοτικά Προγράμματα τα οποία συντάχθηκαν με βάση τα διεθνή πρότυπα και έχουν ως στόχο την κάλυψη των πολύπλευρων σύγχρονων αναγκών της κινηματογραφικής παραγωγής. Σημειώνεται ότι ο νέος Κανονισμός του ΕΚΚ, όποτε οι διαμορφούμενες συνθήκες το επιβάλλουν, επιδέχεται των απαραίτητων τροποποιήσεων και αλλαγών προκειμένου να πληροί αποτελεσματικότερα τους θεσμικούς σκοπούς του.

Όσον αφορά στην παραγωγή ταινιών, το ΕΚΚ συμμετέχει κατά μέσο όρο ετησίως στη χρηματοδότηση μέρους του κόστους παραγωγής 15 ταινιών μεγάλου μήκους, 15 ταινιών μικρού μήκους, 6 ντοκιμαντέρ, και με μικρά ποσά στη χρηματοδότηση 15 – 20 ολοκληρωμένων έργων της ανεξάρτητης παραγωγής αυτών των τριών κατηγοριών ταινιών.

Έχοντας κατορθώσει να διατηρεί σε χαμηλό επίπεδο τα λειτουργικά του έξοδα, διαθέτει το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού του στην ενίσχυση της παραγωγής ταινιών (περίπου το 60% του συνόλου), δίνοντας έμφαση στη στήριξη των νέων δημιουργών. Στις εγκρίσεις του, όμως, εξακολουθούν να κατέχουν εξέχουσα θέση και οι ταινίες καταξιωμένων σκηνοθετών που έχουν ήδη στο ενεργητικό τους αξιόλογο κινηματογραφικό έργο.

O κατάλογος των παραγωγών που υλοποιήθηκαν με τη συμμετοχή, τη χρηματοδότηση ή τη στήριξη του ΕΚΚ, από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα, περιλαμβάνει συνολικά περισσότερες από 700 ταινίες, από τις οποίες περίπου οι 400 έχουν κερδίσει βραβεία σε ελληνικά και διεθνή Φεστιβάλ.

Σήμερα, το ΕΚΚ προσπαθεί να ανταποκριθεί επάξια στον πολύπλευρο ρόλο του, επιδιώκοντας:

• Την ενίσχυση και ανάπτυξη της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής / προώθησης / διανομής και εν γένει της κινηματογραφικής τέχνης
• Την ανασυγκρότηση της υποδομής της ελληνικής κινηματογραφίας
• Την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και την ενθάρρυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στον κινηματογραφικό χώρο
• Τη διαρκή αύξηση του αριθμού των θεατών στις κινηματογραφικές αίθουσες
• Την προστασία και ανάδειξη της ελληνικής κινηματογραφικής κληρονομιάς
• Την αύξηση της εξωστρέφειας στην κινηματογραφική παραγωγή
• Την ανάπτυξη της κινηματογραφικής παιδείας στην Ελλάδα